Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Κτήρια του '60 και αισθητική τους


Είναι γεγονός ότι πολλοί πολίτες της Αθήνας διαμαρτύρονται για τα κτήρια που κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Παρά ταύτα ισχύει ότι τα περισσότερα αυτών των κτηρίων δεν είναι τυχαία ούτε έχουν σχεδιαστεί από τυχαίους Έλληνες αρχιτέκτονες καθώς καταλαμβάνουν συνήθως περίοπτες θέσεις στο κέντρο της Αθήνας. Έτσι, όπως και σήμερα σημαντικά κτήρια της πόλεως δεν σχεδιάζονται από άσημους αρχιτέκτονες ούτε τότε συνέβαινε αυτό. Οι πολίτες όμως -ειδικά οι Έλληνες- συνηθίζουν έναν αρχιτεκτονικό ρυθμό με μια καθυστέρηση 65-70 ετών: πολύ πρόσφατα άρχισε να εγείρεται το ζήτημα της ομορφιάς των μοντέρνων πολυκατοικιών του 1930 με παράλληλη εισαγωγή αρχιτεκτονικών όρων στο καθημερινό λεξιλόγιο όπως το «Μπαουχάουζ» και η «Αρ Ντεκό» ενώ η Μπλε Πολυκατοικία κατέστη αντικείμενο θαυμασμού όλων. Γι' αυτό, είναι πολύ πιθανόν, η συμπάθεια προς τα κτήρια του '60 να επέλθει τελικά κατά το 2030 (!), οπότε και θα αρχίσουμε να αναθεωρούμε τις απόψεις μας.

Τα κτήρια λοιπόν του '60 που κτίσθηκαν στην Αθήνα ακολουθούν ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ρυθμό, έντονα επηρεασμένο από το διεθνή μοντερνισμό. Αν και παράλληλα εκείνη την εποχή κτίζονταν κτήρια, από εξίσου μεγάλους αρχιτέκτονες, τα οποία έφεραν κλασικίζοντα στοιχεία, τα πυρά εξαπολύονται κατά των κτηρίων που είναι κατά βάση μοντέρνα, ενώ τα άλλα κτήρια γίνονται εύκολα αποδεκτά. Ο σχεδιασμός ενός σαφώς μοντέρνου κτηρίου της εποχής εκείνης προέβλεπε ευρεία χρήση αλουμινίου, γυαλιού και μαρμάρου, με ξεκάθαρους διαχωρισμούς των ορόφων οριζόντια και ομοιόμορφο χωρισμό κάθετα ενώ συνήθως το σύστημα των παραθύρων ακολουθούσε ένα μοτίβο ομοιόμορφα στιβαγμένων παραλληλογράμμων από αλουμίνιο και γυαλί. Αυτονόητη δε η έλλειψη οποιουδήποτε διακόσμου με εξαίρεση του χρωματικού.

Καθώς όμως από την μάζα των Αθηναίων εκλείπει η αστική κουλτούρα, τα κτήρια αυτά έγιναν από λίγους αποδεκτά και εκτιμητά ενώ από τους περισσότερους είτε απορρίφθηκαν ως αδιάφορα είτε καταδικάστηκαν ως αίτια καταστροφής των Αθηνών. Αν όμως έκανε κανείς μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας τότε, θα έβλεπε μια έντονα διαφορετική εικόνα: τα κτήρια αυτά θα ήταν νεόδμητα και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. Η εγκατάλειψη και κακοσυντήρηση δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό των παλαιότατων και νεοκλασικών κτηρίων αλλά και κτηρίων σαράντα ετών, εκ των οποίων πολλά δεν έχουν συντηρηθεί ούτε άπαξ. Οι όψεις τους, επομένως, είναι μαύρες, τα μάρμαρα πάσχουν από μυκητιάσεις, τα κλιματιστικά κρέμονται βρόμικα, οι τέντες είναι σκισμένες, τα στόρια εσωτερικά κατεστραμμένα και τα τζάμια θαμπά. Σίγουρα δεν ήταν αυτή η βλέψη του αρχιτέκτονα όταν σχεδίασε το κτήριο. Αντιθέτως, ο αρχιτέκτων φανταζόταν ένα κτήριο απλό -χαρακτηριστικό του μοντερνισμού- το οποίο θα παραμείνει όπως σχεδιάστηκε, σχέδιο που πολλές φορές χάριζε βραβείο στον αρχιτέκτονα.

Πολλές φορές, λοιπόν,τα κτήρια αλλοιώνονται από ατυχή βαψίματα ή καταστροφικές εκμοντερνίσεις των όψεων που μετατρέπουν κτήρια μοντέρνα σε κακές απομιμήσεις μεταμοντέρνων με αλόγιστη χρήση του στολιδιού και των ασυνδύαστων υλικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Χόντος Σέντερ στην πλατεία Ομονοίας. Αντίθετα το αντικρινό κτήριο του Θουκυδίδη Βαλεντή (Πανεπιστημίου και πλατείας Ομονοίας) χρειάζεται μία απλή συντήρηση και καθαρισμό για να γίνει πιο σύγχρονο απ' όσο κανείς φαντάζεται και άμεσα ενταγμένο στο αστικό τοπίο. Παράδειγμα τέτοιας ανακαίνισης, το κτήριο του ΗΣΑΠ στην πλατεία Κοτζιά που επαναφέρθηκε στην αρχική του μορφή και έλαμψε η μαρμάρινη επένδυσή του.

Τα μοντέρνα κτήρια του '60, συνεπώς, δεν πρέπει να αποκρυφτούν από το πρόσωπο της πόλεως αλλά αντιθέτως να γίνουν προσπάθειες συντήρησης και ανάδειξής τους. Η Αθήνα, ως πόλη που αναπτύχθηκε ραγδαία, δεν είναι ομοιόμορφη αρχιτεκτονικά και αυτό μπορεί να είναι ένα μεγάλο προσόν της. Για να εκτιμηθεί βέβαια αυτό, πρέπει οι Αθηναίοι να δουν πολλά κτήρια με άλλο μάτι και να κατανοήσουν ότι η Αθήνα δεν καταστράφηκε αλλά εμπλουτίστηκε. Η κατεδαφίσεις των νεοκλασικών τις δεκαετίες εκείνες είναι κατακριτέα αλλά δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει το μεγάλο πλήθος αξιόλογων νεοκλασικών κτηρίων της πόλεως που παραμένουν. Εξάλλου μάλιστα, είναι αλήθεια ότι τα κτήρια γραφείων του '50 και του '60 κατασκευάστηκαν στην θέση συχνά μικρών, ιδιωτικών και αδιάφορων κτηρίων της περιόδου 1870-1900 σε μία εποχή μεγάλων ανανεώσεων και ανακατατάξεων με μία νοοτροπία αλλαγής.

Συμπερασματικά, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Αθήνα έχει άμεση δυνατότητα να γίνει βιώσιμη και όμορφη πρωτεύουσα, το οποίο δεν απαιτεί μεγαλεπήβολα σχέδια μαζικών κατεδαφίσεων κτηρίων και κατασκευή κτηρίων σε νεοκλασικό ρυθμό -το οποίο θα συνεπάγετο σε καταστροφή του χαρακτήρα των Αθηνών μέσω επαρχιώτικων αντιλήψεων- αλλά απλές ενέργειες ανανέωσης των υπαρχόντων κτηρίων. Μόνον τότε και ο απλοϊκός κάτοικος της πρωτεύουσας θα αγαπήσει την πόλη και θα γνωρίσει την ελληνική αρχιτεκτονική.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Η ξεπεσμένη Κυψέλη


Η Κυψέλη δεν ήταν πάντοτε όπως είναι τώρα. Οριοθετήθηκε επισήμως το 1908, και ήδη από το 1920 άρχισε να αναπτύσσεται. Η Κυψέλη όταν έφτασε στην ακμή της τις δεκαετίες του 1950 και 1960 ήταν η καλύτερη και αριστοκρατικότερη συνοικία της Αθήνας μόνο μετά το Κολωνάκι. Η Κυψέλη ήταν από τις συνοικίες της Αθήνας που ανοικοδομήθηκαν με αμιγώς αστικές καταβολές, απαλλαγμένη από προβλήματα άλλων περιοχών όπως η φτώχεια και η προσφυγιά.
Έτσι, η Κυψέλη σύντομα φιλοξενούσε την αστική τάξη της Αθήνας. Το πράσινο του Πεδίου του Άρεως και της οδού Φωκίωνος Νέγρη ευνόησαν αυτό το γεγονός. Μαζί με τις μονοκατοικίες, τότε στην Κυψέλη χτίστηκαν και οι πρώτες πολυκατοικίες την δεκαετία του 1930. Τότε μάλιστα βρήκαν εφαρμογή στην κατοικία τα κινήματα του μοντερνισμού όπως η Αρτ Ντεκό και το Μπάουχαουζ. Όταν σήμερα η πολυκατοικία στην Αθήνα έχει δαιμονοποιηθεί και κατηγορείται για την αρχιτεκτονική αλλοίωση της Αθήνας, η πολυκατοικία της Κυψέλης έχει χαρακτηριστικά τα οποία προορίζονταν για να ικανοποιήσουν την αριστοκρατία της Αθήνας. Ο καθένας που έχει παρατηρητικότητα θα προσέξει αυτά τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τις πολυκατοικίες της Κυψέλης άμεσα συγκρίσιμες με αυτές του Κολωνακίου: μεγάλες είσοδοι διακοσμημένες με μάρμαρο και πολλές με προθάλαμο, ξεχωριστές είσοδοι υπηρεσίας και ξεχωριστοί ανελκυστήρες, εντυπωσιακές σκάλες, μπρούτζινες απλίκες, κάγκελα από χυτοσίδηρο. Εντυπωσιακό είναι ακόμη ότι μερικές προπολεμικές όπως η πολυκατοικία Λαναρά στην συμβολή των οδών Επτανήσου και Φωκίωνος Νέγρη, όπως και ακόμη μία στην συμβολή των οδών Επτανήσου και Πιπίνου (οι δύο πρώτες εικονιζόμενες) διαθέτουν και γκαράζ. Όσον αφορά το εσωτερικό των διαμερισμάτων, αυτά παρέχουν πολυτέλειες για την εποχή ακόμη και για σήμερα: δωμάτιο υπηρεσίας, μπάνιο υπηρεσίας, παρκέ, μεγάλα υπνοδωμάτια. Υπήρχαν μάλιστα πολυκατοικίες οι οποίες είχαν τεράστια διαμερίσματα, έως και 180 τ.μ. ακόμη και στον πρώτο όροφο. Επιπλέον υπάρχουν διαμερίσματα των 140 τ.μ. με μόνο δύο υπνοδωμάτια.
Αυτές οι πολυκατοικίες κυριαρχούν σε όλη την Κυψέλη και σε άλλες γειτονικές περιοχές όπως η πλατεία Βικτωρίας, ο οδός Μαυροματαίων και η οδός Πατησίων στο ύψος της Κυψέλης. Τέτοιες πολυκατοικίες χτίζονταν από το 1930 έως το 1960. Παρ' όλα αυτά, σε περιοχές που απομακρύνονται από το Πεδίον του Άρεως και την οδό Φωκίωνος Νέγρη η ποιότητα των πολυκατοικιών δεν είναι η ίδια. Όπως επίσης και τα κτήρια μετά το 1975 δεν έχουν την ίδια κατασκευή.
Η αίγλη της Κυψέλης δεν θα ξεχαστεί ποτέ εντελώς. Υπάρχουν μάλιστα και ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν με αφορμή την αριστοκρατία της Κυψέλης. Ακόμη, πολλοί Αθηναίοι αριστοκράτες εξακολουθούν να κατοικούν στα ρετιρέ της Φωκίωνος Νέγρη και της πλατείας Κυψέλης. Ειδικά η Φωκίωνος Νέγρη, καταφέρνει και συγκρατεί την Κυψέλη ώστε να μην αλλοτριωθεί εντελώς. Ορισμένα έργα όπως η επέκταση του μετρό και ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως και συλλογικές προσπάθειες έχουν την δυνατότητα να επιτρέψουν στην Κυψέλη να χαίρεται το παρελθόν της.